διεγγυησις

διεγγυησις
    διεγγύησις
    δι-εγγύησις
    -εως ἥ внесение залога, поручительство Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διεγγυησις" в других словарях:

  • διεγγύησις — giving bail fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγγυήσεις — διεγγύησις giving bail fem nom/voc pl (attic epic) διεγγύησις giving bail fem nom/acc pl (attic) διεγγυάω give bail to produce aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) διεγγυάω give bail to produce fut ind act 2nd sg (attic ionic) διεγγυάω give… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγγύησιν — διεγγύησις giving bail fem acc sg διεγγυάω give bail to produce pres ind act 3rd sg διεγγυάω give bail to produce pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεγγύηση — η (Α διεγγύησις) [διεγγυώ] νεοελλ. ενεχυρίαση αρχ. 1. παροχή εγγυήσεως 2. η παροχή εγγυήσεως για την απελευθέρωση κάποιου …   Dictionary of Greek

  • διεγγυήσεως — διεγγυήσεω̆ς , διεγγύησις giving bail fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»